ομοιοβαρής

ομοιοβαρής
-ές (Α ὁμοιοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιοβαρῆ — ὁμοιοβαρής equally heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοιοβαρής equally heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοιοβαρής equally heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοβαρές — ὁμοιοβαρής equally heavy masc/fem voc sg ὁμοιοβαρής equally heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • διπλοβαρής — ές αυτός που έχει διπλάσιο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + βαρής < βάρος (πρβλ. ολιγοβαρής, ομοιοβαρής)] …   Dictionary of Greek

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”